κακοποιήσῃ

κακοποιήσῃ
κακοποιήσηι , κακοποίησις
fem dat sg (epic)
κακοποιέω
do ill
aor subj mid 2nd sg
κακοποιέω
do ill
aor subj act 3rd sg
κακοποιέω
do ill
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοποίηση — η (AM κακοποίησις) [κακοποιώ] νεοελλ. 1. κακομεταχείριση, βιαιοπραγία, βασανισμός, βάναυση πράξη που επιφέρει βλάβη 2. υβριστική, βάναυση συμπεριφορά 3. βιασμός, ατίμωση διά τής βίας 4. κακή χρήση, διαστρέβλωση («κακοποίηση τής αλήθειας») μσν.… …   Dictionary of Greek

  • κακοποίηση — η κακή μεταχείριση, κακή ενέργεια που προκαλεί βλάβη: Οι διαδηλωτές υπέστησαν κακοποίηση από τους αστυνομικούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αικισμός — αἰκισμός, ο (Α) [αἰκίζω] κακομεταχείριση, κακοποίηση …   Dictionary of Greek

  • ακάκυντος — ἀκάκυντος, ον (Α) [κακύνω] αυτός που δεν υπόκειται σε κακοποίηση, που δεν είναι δυνατόν να κακοποιηθεί …   Dictionary of Greek

  • αντικάκωσις — ἀντικάκωσις, η (Μ) ανταπόδοση κάκωσης, αμοιβαία κακοποίηση …   Dictionary of Greek

  • αντικακουργώ — (Α ἀντικακουργῶ, έω) ανταποδίδω κακοποίηση …   Dictionary of Greek

  • αντιλωβώ — ἀντιλωβῶ ( άω) (Μ) ανταποδίδω κακοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λωβάομαι «κακοποιώ»] …   Dictionary of Greek

  • βιαιοπραγία — Η παράνομη επέμβαση πάνω στο σώμα άλλου, με σκοπό είτε την κακοποίησή του (πρόκληση σωματικής βλάβης) είτε τον περιορισμό της ελευθερίας του (δέσμευση) είτε την προσβολή της τιμής του (ράπισμα, φτύσιμο κλπ.). Συχνά, μια πράξη β. ολοκληρώνεται σε… …   Dictionary of Greek

  • δρακοντοκάκωσις — δρακοντοκάκωσις, η (Μ) κακοποίηση από δράκοντα …   Dictionary of Greek

  • επιλωβεύω — ἐπιλωβεύω (Α) χλευάζω («οἱ δ’ ἐπελώβευον καὶ κερτόμεον ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λωβεύω «προσβάλλω» (< λώβη «κακοποίηση, προσβολή, βία»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”